τραγούδι

τραγούδι
τό
1) песня;

λαϊκά τραγούδια — народные песня;

2) пение птиц;

§ τό ξέρω σαν τραγούδι — знать наизусть (урок)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τραγούδι" в других словарях:

  • τραγούδι — το, Ν 1. μελοποιημένοι στίχοι ποιήματος που τραγουδιούνται, άσμα (α. «ελαφρό τραγούδι» β. «λαϊκό τραγούδι» γ. «έντεχνο τραγούδι») 2. ποίημα («τραγούδια τής ξενιτιάς») 3. συνεκδ. κελάηδημα πουλιού 4. φρ. α) «δημοτικά τραγούδια» βλ. δημοτικός β)… …   Dictionary of Greek

  • τραγούδι — το 1. ποίημα που τραγουδιέται ή απαγγέλλεται: Δημοτικά τραγούδια. – Τα τραγούδια του Κ. Παλαμά. 2. κελάηδημα πουλιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημοτικό τραγούδι — Το τραγούδι που συνιστά τη λυρική έκφραση του λαού. Τα δύο κύρια συστατικά του στοιχεία είναι η μουσική και ο λόγος. Σε πολλές περιπτώσεις ο μουσικός αυτός λόγος συνοδεύεται και από χορό. Το δ.τ. πέρασε από διάφορες φάσεις εξέλιξης, τόσο της… …   Dictionary of Greek

  • νανούρισμα — Τραγούδι με το οποίο αποκοιμούνται τα νήπια.Τα ν. αποτελούνται, σε όλους τους λαούς, από διάφορες επιφωνήσεις που απαγγέλλονται ή τραγουδιούνται σε ήρεμο τόνο. Παρόμοιες επιφωνήσεις είναι και των Ελληνίδων μητέρων: νάνι νάνι, νάνα νάνα, νούνα… …   Dictionary of Greek

  • μαλαγκένια — Τραγούδι και χορός της Ισπανίας και, ακριβέστερα, της περιοχής της Μάλαγα, απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία της. Η μ. –η αρχική μορφή της οποίας ονομάζεται punteada και η νεότερη rasgueada– είναι πολύ παλιός χορός. Η μελωδία της προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Music of Greece — General topics Ancient Byzantine Néo kýma Polyphonic song Genres Entehno …   Wikipedia

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»